- ὑπέγραφε
- ὑπογράφωwrite underimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντίβιβλος — ἀντίβιβλος, ή (AM) βιβλίο στο οποίο ο οφειλέτης υπέγραφε ότι έλαβε βιβλίο συμφωνίας ή αντίτυπο του … Dictionary of Greek
αντίσταση — Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ιστορικά γεγονότα του B’ Παγκοσμίου πολέμου υπήρξε το φαινόμενο της Α., την οποία προέταξαν στους κατακτητές και τους συνεργάτες τους οι κατεχόμενοι από τον Άξονα πληθυσμοί στις διάφορες χώρες. Οι πολιτικές και… … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
υπογραφέας — ο / ὑπογραφεύς, έως, ΝΜΑ, και λόγιος τ. θηλ. ὑπογραφεύς Ν νεοελλ. 1. υπάλληλος εξουσιοδοτημένος να υπογράφει τα υπηρεσιακά έγγραφα 2. βαθμός υπαλλήλου, κατώτερος από τού γραφέα μσν. αρχ. ο ιδιαίτερος γραμματέας τού αυτοκράτορα αρχ. 1. αυτός που… … Dictionary of Greek
Αγάπιος — I Όνομα λογίων και φιλοσόφων. 1. Αιρετικός, μαθητής του Μάνητα (3ος αι. μ.Χ.). Σύμφωνα με τον Φώτιο, έγραψε δύο έργα όπου εξέθετε μανιχαϊκές δοξασίες. 2. O Αλεξανδρεύς (5ος αι. μ.Χ.). Γιατρός και λόγιος από την Αλεξάνδρεια. Δίδαξε ιατρική στην… … Dictionary of Greek
Αναγνωσταράς — (Αγρίλος 1760 – Σφακτηρία 1825).Οπλαρχηγός, από τους σημαντικότερους της Επανάστασης του 1821, και Φιλικός. Το όνομά του ήταν Χρήστος, επειδή όμως ήταν αναγνώστης στην εκκλησία και είχε ρωμαλέο σώμα τον έλεγαν Α. Με το όνομα αυτό είναι γνωστός,… … Dictionary of Greek
Βαλτινός — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανασούλας (Μεσολόγγι 1801 – Αθήνα 1877). Καταγόταν από την οικογένεια των Βαλτινών του Βάλτου. Επειδή ο πατέρας του Ιωάννης υπηρετούσε στην αυλή του Αλή πασά, ο Λεπενιώτης πέταξε στον Αχελώο τον μικρό του γιο Α.,… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Γαργαλανιώτης, Δημήτριος — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από την Κορώνη, αλλά πολλοί υποστηρίζουν ότι πατρίδα του ήταν οι Γαργαλιάνοι και ότι το αληθινό του επώνυμο ήταν Παναγιωτόπουλος, ενώ υπέγραφε Γ. για να επισημάνει τον τόπο καταγωγής του. Πολέμησε ως υπαξιωματικός σε … Dictionary of Greek
Ευαγγελίδης, Δημήτριος — I (1888 – 1959). Κριτικός τέχνης. Καταγόταν από την Ήπειρο. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή στο Πανεπιστήμιου Αθηνών και υπηρέτησε για αρκετά χρόνια ως έφορος αρχαιοτήτων. Το 1923 πήγε με υποτροφία στη Γερμανία και αργότερα, στο Παρίσι. Τον Απρίλιο … Dictionary of Greek